- απολειμμα
- ἀπόλειμμαἀπό-λειμμα-ατος τό остаток Diod.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀπόλειμμα — a remnant neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολειμμάτων — ἀπόλειμμα a remnant neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολείμματα — ἀπόλειμμα a remnant neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολείμματος — ἀπόλειμμα a remnant neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)